θύρα

θύρα
η
1. πόρτα: Υαλόφρακτη θύρα. – Δίφυλλη θύρα.
2. το μέρος από το οποίο μπαίνει κανείς κάπου: Θύρα του σπιτιού.
3. μτφ., είσοδος, δυνατότητα να μπει κάποιος κάπου ή να πετύχει κάτι: Έκλεισαν για σένα οι θύρες του πανεπιστημίου.―Δεν είναι εύκολες οι θύρες αν η χρεία τες κουρταλεί (Σολωμός).
4. φρ., «συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών», μυστική, χωρίς ακροατήριο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θύρα — θύρᾱ , θύρα door fem nom/voc/acc dual θύρᾱ , θύρα door fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θύρα — Θύρᾱ , Θύρευς masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

  • θύρᾳ — θύραι , θύρα door fem nom/voc pl θύρᾱͅ , θύρα door fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύρας — θύρᾱς , θύρα door fem acc pl θύρᾱς , θύρα door fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύραι — θύρα door fem nom/voc pl θύρᾱͅ , θύρα door fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυράων — θυρά̱ων , θύρα door fem gen pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύραν — θύρᾱν , θύρα door fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Привратницкая —    • Θύρα,          θυρωρός, см. Domus, Дом, 3 …   Реальный словарь классических древностей

  • θυρᾶν — θύρα door fem gen pl (doric ionic aeolic) θυράζω thrust out of doors fut part act masc voc sg (doric aeolic) θυράζω thrust out of doors fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) θυράζω thrust out of doors fut part act masc nom sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”